προσγράφοις

προσγράφοις
πρόσγραφος
added to a list
masc/fem/neut dat pl
προσγράφω
write besides
pres opt act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρόσγραφος — ον, Α [προσγράφω] 1. αυτός που έχει προστεθεί στον κατάλογο («τοῑς ἀρχαιοτάτοις πολίταις καὶ τοῑς προσγράφοις», Διον. Αλ.) 2. συμπληρωματικό έγγραφο 3. φρ. «τὸ πρόσγραφον τιμῆς» σημείωση ή λογοριασμός τής τιμής ενός πράγματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”